ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… … Dictionary of Greek
αδελφολογώ — και αδερφολογώ (για φυτά) εκφύω, ξεπετώ παραφυάδες ή βλαστούς από το ίδιο στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + λογώ, θαμιστ. κατάλ. που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και «είμαι εφοδιασμένος με, είμαι γεμάτος από, γεμίζω με» (πρβλ. βρομολογά, χαϊδολογά,… … Dictionary of Greek
ξεπέταγμα — το [ξεπετώ] 1. ξαφνική εμφάνιση ή ανάπτυξη 2. ενηλικίωση … Dictionary of Greek
ξεπετάγομαι — και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι βλ. ξεπετώ … Dictionary of Greek
ξεπεταρούδι — το 1. το ξεπεταρόνι 2. παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει και να αντιλαμβάνεται το νόημα πολλών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπετώ + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι σκολει αρούδι] … Dictionary of Greek
ξεπετάω — (σπάν. ξεπετώ), ξεπέταξα βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής