ξεπετώ

ξεπετώ
ξεπετάω (αόρ. ξεπέταξα) μετ.
1) спугивать, поднимать (птиц); ο σκύλος μου ξεπέταξε δυό πέρδικες моя собака подняла двух куропаток; 2) перен. поднимать, ставить на ноги, выращивать (о родителях и т. п.);

ξεπετάγομαι, ξεπετιέμαι

1) — внезапно появляться, выскакивать (откуда-л.); — взлетать (о птицах);

2) вмешиваться в разговор; встревать (прост.);
3) перен. вырастать, становиться на ноги (о молодёжи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεπετώ" в других словарях:

  • ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… …   Dictionary of Greek

  • αδελφολογώ — και αδερφολογώ (για φυτά) εκφύω, ξεπετώ παραφυάδες ή βλαστούς από το ίδιο στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + λογώ, θαμιστ. κατάλ. που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και «είμαι εφοδιασμένος με, είμαι γεμάτος από, γεμίζω με» (πρβλ. βρομολογά, χαϊδολογά,… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέταγμα — το [ξεπετώ] 1. ξαφνική εμφάνιση ή ανάπτυξη 2. ενηλικίωση …   Dictionary of Greek

  • ξεπετάγομαι — και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι βλ. ξεπετώ …   Dictionary of Greek

  • ξεπεταρούδι — το 1. το ξεπεταρόνι 2. παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει και να αντιλαμβάνεται το νόημα πολλών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπετώ + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι σκολει αρούδι] …   Dictionary of Greek

  • ξεπετάω — (σπάν. ξεπετώ), ξεπέταξα βλ. πίν. 64 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»